- αγγελική
- angélique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αγγελική — (angelica).Φυτό της οικογένειας των σκιαδομόρφων, ιθαγενές της κεντρικής Eυρώπης, όχι όμως πολύ διαδεδομένο. Στην Ελλάδα το συναντούμε σε μέρη υγρά, της ορεινής κυρίως ζώνης. Το βρίσκουμε στον Παρνασσό, στο Πήλιο, στην Οίτη, στην Πρέβεζα και στη… … Dictionary of Greek
αγγελική ή πιττόσπορο — Κοινή ονομασία δύο ειδών της οικογένειας των πιττοσποριδών, που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Πιττόσπορον το σινικόν.Δενδρόμορφος θάμνος, ύψους 2 3 μ., ιθαγενής της Κίνας και της Ιαπωνίας. Τα φύλλα του είναι πλατιά, δερματώδη, εντελώς λεία και… … Dictionary of Greek
ἀγγελικῇ — ἀγγελικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελική — ἀγγελικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγγελική Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Angelica).Βιβλιοθήκη της Ρώμης. Περιέχει 120.000 τόμους βιβλία και 3.000 χειρόγραφα. Ιδρύθηκε το 1614 από τον Άγγελο Ρόκα (1545 1620), λόγιο διευθυντή του τυπογραφείου του Βατικανού, ο οποίος δώρησε σε αυτήν την πλούσια βιβλιοθήκη του … Dictionary of Greek
Βαρελλά, Αγγελική — (Θεσσαλονίκη 1930 –). Αρχαιολόγος και λογοτέχνης. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, κυρίως την παιδική … Dictionary of Greek
Πάλλη, Αγγελική — (Λιβόρνο 1798 – 1875). Ποιήτρια και πεζογράφος. Η Α.Π. είχε ευρύτατη μόρφωση και γνώριζε εκτός από την ελληνική, την ιταλική, τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Ως συγγραφέας έγραψε κυρίως στα ιταλικά ποιήματα, δραματικά έργα, διηγήματα και… … Dictionary of Greek
Παναγιωτάτου, Αγγελική — (1878 – 1954). Γιατρός και λογία από την Κεφαλονιά. Υπήρξε η πρώτη χρονολογικά φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ειδικεύτηκε στη μικροβιολογία και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε κυρίως ως μικροβιολόγος και… … Dictionary of Greek
Χατζημιχάλη, Αγγελική — (Αθήνα 1895 – 1965). Ελληνίδα λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος. Υπήρξε πρωτεργάτης στην έρευνα της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Γόνος της οικογένειας Κολυβά, έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης και αγωγής. Πολύ νωρίς έστρεψε το ενδιαφέρον της στην… … Dictionary of Greek
αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… … Dictionary of Greek
Macedonia (Greece) — For other uses, see Macedonia (disambiguation). Coordinates: 40°45′N 22°54′E / 40.75°N 22.9°E / 40.75; 22.9 … Wikipedia